γαλαδερφός

γαλαδερφός
αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί τής τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ' αυτήν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλαδερφός — ο θηλ. ή αυτός που θήλασε από την ίδια μητέρα, ο ομογάλακτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”